λαγούδι

λαγούδι
το (Μ λαγούδιον και λαγούδιν)
λαγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγός + υποκορ. κατάλ. -ούδι(ον), πρβλ. αγγελ-ούδι, μαθητ-ούδι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Λαγούδι-Ζια — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 200 κάτ.) της Κω. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, ΝΔ της πόλης της Κω. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δικαίου του νομού Δωδεκανήσου …   Dictionary of Greek

  • λαγουδίζω — [λαγούδι] τρέχω με τα τέσσερα σαν λαγός …   Dictionary of Greek

  • λαγουδεύω — [λαγούδι] κυνηγώ λαγούς …   Dictionary of Greek

  • Dikeos — Stadtgemeinde Dikeos (1997–2010) Δήμος Δικαίου …   Deutsch Wikipedia

  • Verwaltungsgliederung von Kos — Die Gemeinde Kos (griechisch Δήμος Κω) wurde 2010 auf Grund des Kallikratis Programms aus den drei Vorgängergemeinden Kos, Dikeos, und Iraklides der griechischen Insel Kos zum 1. Januar 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel,… …   Deutsch Wikipedia

  • λαγουδάκι — το [λαγούδι] 1. μικρός σε μέγεθος ή σε ηλικία λαγός 2. κοινή ονομασία τού φυτού κυκλάμινο …   Dictionary of Greek

  • λαγουδίνα — η [λαγούδι] 1. ο θηλυκός λαγός 2. παροιμ. «καιρός λαγός, καιρός λαγουδίνα» λέγεται για τους διπρόσωπους ή γι αυτούς που, ανάλογα με την περίσταση, εμφανίζονται διαφορετικοί …   Dictionary of Greek

  • λαγουδιά — η [λαγούδι] η φωλιά τού λαγού, η λαγοκοιτιά …   Dictionary of Greek

  • λαγός — Θηλαστικό, τυπικός εκπρόσωπος της οικογένειας leporidae, της τάξης των λαγομόρφων. H επιστημονική του ονομασία είναι Lepus europaeus. Ο λ. αυτός, που συχνά αποκαλείται κοινός σε αντιδιαστολή προς τα άλλα είδη του ίδιου γένους, έχει συνήθως μήκος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”